αναβαστώ

αναβαστώ
(-άω)
1. βοηθώ κάποιον να φορτώσει ή να σηκώσει το φορτίο του
2. υποβαστάζω, υποστηρίζω
3. περιποιούμαι, φροντίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + βαστώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”